νεφροκουράζομαι

νεφροκουράζομαι
νεφροκουράζομαι (Μ)
κουράζομαι, παραλύω, «πιάνονται» τα μέλη μου (πρβλ. τη νεοελλ. φράση «με πόνεσαν τα νεφρά μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κουράζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”